Ο Κώστας Ζώμπος (Επικεφαλής “Ανεξάρτητης Δημοτικής Κίνησης Γαλατσίου”- Δημοτικός Σύμβουλος) γράφει:
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας νέος, άσημος μάγος. Ήταν όμως σπουδαίος στα «μαγικά κόλπα» και ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να τον θαυμάζει για την τέχνη του. Είχε μία ζωή κρυφή, γεμάτη διαφορετικές διαδρομές και προκλήσεις, με επιτυχίες αλλά και αποτυχίες. Και για ένα απρόσμενο λόγο ήταν αυτό το μυστήριο της ζωής του που τον είχαν κάνει ακόμη πιο ξακουστό.
O άσημος μάγος ζούσε σε μια πόλη που ήταν μικρή, ήσυχη, κάτω από τη σκιά μιας όμορφης και καταπράσινης λοφοσειράς. Μιας πόλης με ιστορία και κυρίως με πολύ καλούς ανθρώπους. Ο μάγος ήθελε – έτσι έλεγε σε κοντινούς του ανθρώπους – να γίνει κάποτε ο κυβερνήτης της πόλης, γιατί πίστευε ότι αυτός θα μπορούσε να φέρει τη μαγεία του στην πόλη και τη ζωή των κατοίκων της.
Ο μάγος χρειάσθηκε να μαζέψει γύρω του βοηθούς παλιούς και νέους από κάθε γωνιά της πολιτείας. Και όλοι μαζί να πείσουν τον κάθε πολίτη ότι η αυριανή μέρα μαζί τους θα ήταν καλύτερη. Ότι θα χτίσουν και θα διορθώσουν ό,τι ήταν παρατημένο και κατεστραμμένο. Σε μια πόλη λαμπρή, με πλατείες και πολύ πράσινο, μια πόλη καθαρή που θα έλαμπε, μια πόλη που δε θα είχε να ζηλέψει τίποτε και από τα καλύτερα βασίλεια του υπόλοιπου κόσμου.
Και μια Κυριακή, αργά το βράδυ, με τα μαγικά του κόλπα και με τη βοήθεια του λαού κατάφερε ν’ ανέβει στο θρόνο.
Κυβερνήτης πλέον ο μάγος, κάθε πρωί μάζευε τους ακολούθους του και τους έδινε οδηγίες. Έλεγε διαφορετικά, πολλές φορές παράξενα λόγια. Έβλεπε οράματα και τα περιέγραφε στους υπηκόους του. «Αυτό κι εκείνο θα κάνω. Θ’ αργήσω – βέβαια – γιατί παρέλαβα το χάος, αλλά μια μέρα όλα όσα σας λέω θα γίνουν έργο».
Τα πρώτα χρόνια ο λαός τα άκουγε και τα πίστευε όλα αυτά.
Σιγά – σιγά όμως, όπως γίνεται δυστυχώς πάντα, κοντά στους πολύτιμους συνεργάτες του μαζεύτηκαν πολλοί που τον κολάκευαν, του έδειχναν ότι – τάχα – τον θαύμαζαν και του μιλούσαν με δέος. Άνθρωποι που έλεγαν πολλά, αλλά έκαναν λίγα. Μεθυσμένος από την εξουσία, λησμόνησε από πού ξεκίνησε. Απέκτησε αλαζονική συμπεριφορά κι έπαψε να τηρεί ακόμα και εκείνα που είχε υποσχεθεί στο λαό.
Αντιθέτως, όποιος του έφερνε κακά μαντάτα, λέγοντάς του την πικρή αλήθεια ή διαφωνούσε μαζί του, έχανε την εύνοια που είχε.
Και περνούσαν τα χρόνια. Η αρχική αίγλη του καινούριου κι ελπιδοφόρου, άρχισε να ξεφτίζει. Στον ουρανό της πολιτείας μαζεύτηκαν τα μαύρα σύννεφα. Ο άνεμος της αλλαγής δε φυσούσε πια για να τα διώξει. Και το χειρότερο, δεν πάρθηκαν τα μέτρα που έπρεπε, οι συνεργασίες δεν έγιναν ποτέ. Χάθηκε η τεράστια δύναμή της αρχικής προσπάθειας: οι αιχμηρές πλευρές, οι ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες.
Ο μάγος κάποια στιγμή ψυχανεμίστηκε την προβληματική κατάσταση. Κοίταξε γύρω του πώς ζούσαν οι υπήκοοί του, και πώς έκριναν την τακτική της διοίκησης του. Και αυτό που είδε, δεν του άρεσε καθόλου. Κάλεσε λοιπόν τους ακολούθους που είχε απομακρύνει.
Μήπως τελικά κάνει κάτι λάθος; Μήπως τα μαγικά του κόλπα δεν έβγαζαν πουθενά; Μήπως ερχόταν η ώρα να μοιρασθεί τα μυστικά του με κάποιους άλλους; Μήπως η μαγεία να δώσει τη θέση της στη γνώση και την επιστήμη;
«Είναι επικίνδυνο, ξέρεις», του είπε ένας παλιός σύμβουλος του, «είναι πολύ επικίνδυνο να βρίσκεσαι διαρκώς τόσο κοντά στη φωτιά. Και ίσως, έχεις πάψει να βλέπεις καθαρά, όχι μονάχα τον μακρινό ορίζοντα μα και τον δρόμο που περπατάς». Ο μάγος – κυβερνήτης όμως δεν τον άκουσε. Τον έδιωξε με κραυγές…
«Θα πορεύομαι μόνος μου. Για πάντα! Θα ακολουθώ τα οράματά μου και όσοι άλλοι δεν μπορούν να τα δουν, να εξαφανισθούν από προσώπου γης. Τους εξορίζω μακριά μου!», είπε και ξαναγύρισε στο εργαστήριό του, ετοιμάζοντας τα επόμενα μαγικά του κόλπα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μάγος, μα, όπως γνωρίζουμε, η μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό δεν γίνεται με μαγικά ξόρκια, σε μυστικά εργαστήρια. Οι μαγείες και οι αλχημείες, όπως τα κύματα, με τον καιρό θ’ αφήσουν στη θέση της πέτρας, άγονη άμμο, έτσι και στη θέση της ελπίδας, θα έρθει η αγανάκτηση και ο θυμός.
Και δυστυχώς το παραμύθι αυτό δε θα τελειώσει όπως όλα: Έζησαν αυτοί καλά, εμείς όμως;
Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις στην πόλη μας είναι συμπτωματική.