Της Κωνσταντίνας Σακκέτου
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Είναι γεγονός πως όταν κάποιος σκέφτεται την απώλεια βάρους, το μυαλό του πηγαίνει αμέσως σε μια διατροφή με λιγότερες θερμίδες. Αυτό το δεδομένο έρχεται να καταρρίψει η διαλειμματική νηστεία, η οποία δεν εστιάζει στο πόσο, αλλά στο πότε θα πραγματοποιηθεί η σίτιση. Υπάρχουν διάφοροι τύποι διαλειμματικής νηστείας με τους πιο διαδεδομένους να είναι η κατανάλωση τροφής σε συγκεκριμένο χρονικό «παράθυρο» μέσα στην ημέρα, η δίαιτα «5:2» αλλά και η δίαιτα εναλλασσόμενων ημερών. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση συναντάμε την κατανάλωση τροφής σε ένα ορισμένο διάστημα μέσα στη μέρα, με το πιο σύνηθες πλάνο να είναι το 16:8, το οποίο επιτρέπει την κατανάλωση τροφής σε ένα χρονικό διάστημα 8 ωρών και νηστεία τις υπόλοιπες 16 ώρες της μέρας. Επιπρόσθετα, η δίαιτα «5:2» πρόκειται για μια μορφή διαλειμματικής νηστείας που ορίζει την κατανάλωση τροφής 5 ημέρες την εβδομάδα και νηστεία τις υπόλοιπες 2 μέρες, οι οποίες ωστόσο δεν συστήνεται να είναι συνεχόμενες. Τέλος στη δίαιτα εναλλασσόμενων ημερών προτείνεται η ελεύθερη κατανάλωση φαγητού μια μέρα και την επομένη να ακολουθεί είτε αποχή από το φαγητό είτε ιδιαίτερα μειωμένη κατανάλωση τροφής, της τάξης των 500-700 θερμίδων. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι κατά τη φάση της νηστείας επιτρέπεται μόνο η κατανάλωση νερού και ροφημάτων άνευ θερμίδων.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η υιοθέτηση ενός πλάνου διαλειμματικής νηστείας έχει φανεί να οδηγεί σε 4-10% απώλεια βάρους εντός 4-24 εβδομάδων, με την κατανάλωση τροφής σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μέσα στη μέρα, να υπερτερεί ως μέθοδος. Επιπλέον, σε έρευνες φάνηκε ότι η διαλειμματική νηστεία ενίσχυσε την ινσουλινοευαισθησία σε άνδρες εθελοντές και ότι ο συνδυασμός περιορισμού θερμίδων και διαλειμματικής νηστείας βελτίωσε τις τιμές της γλυκόζης αίματος και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Τέλος, μέσα από μεταναλύσεις γίνεται σαφές ότι η διαλειμματική νηστεία βελτιώνει το λιπιδαιμικό προφίλ καθώς επιδρά θετικά στη μείωση της ολικής χοληστερόλης, της LDL και των τριγλυκεριδίων αλλά και στη μείωση της αρτηριακή πίεσης.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν σημαντικά ευρήματα, ωστόσο για να μπορέσουμε να απαντήσουμε το αρχικό μας ερώτημα, αν δηλαδή η διαλειμματική νηστεία είναι η λύση στον όποιο προβληματισμό, θα πρέπει να έχουμε τα δεδομένα από τη σύγκριση αυτής της μεθόδου με την κλασσική, αυτή δηλαδή του περιορισμού θερμίδων. Σύμφωνα με πρόσφατη βιβλιογραφία, έπειτα από σύγκριση των 2 μεθόδων βρέθηκε ότι οι αλλαγή στο βάρος, η βελτίωση του γλυκαιμικού και λιπιδαιμικού προφίλ καθώς και η μείωση της αρτηριακής πίεσης δεν υπερτερούσαν στη διαλειμματική νηστεία σε σχέση με τον περιορισμό θερμίδων.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας ότι στην επιστημονική κοινότητα υπάρχει ακόμα εκτενής συζήτηση για το αν τα πρωτόκολλα διαλειμματικής νηστείας είναι ασφαλή για το γενικό πληθυσμό, καθώς η μέγιστη διάρκεια των κλινικών μελετών αναφορικά με το θέμα αυτό δεν ξεπερνά τους 12 μήνες. Άρα για να απαντήσουμε τελικά στο ερώτημα που τέθηκε θα πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψιν παραμέτρους, όπως η δυνατότητα μακροχρόνιας συμμόρφωσης σε ένα πλάνο, η εξατομίκευση βάσει ιατρικού ιστορικού αλλά και διατροφικών επιλογών και τρόπου ζωής, η δυνατότητα επίτευξης μιας ισορροπημένης διατροφής καθώς και ο ρεαλιστικός καθορισμός στόχων.